φάρσος

φάρσος
-εος και -ους, τὸ, Α
1. κομμάτι, τεμάχιο
2. κάλυμμα, σκέπασμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον»
4. φρ. «φάρσεα πόλιος» — οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ ρίζας *bher- «κατεργάζομαι με κοφτερό εργαλείο, κόβω, τρυπώ, σκάβω» (βλ. λ. φάρος [III], φάραγγα, φάρυγγας) με παρέκταση -s- (πρβλ. και το αρχ. ιρλδ. berraim [< *bher-s] «κουρεύω, κόβω»). Επομένως, το -σ- τής λ. φάρσος ανήκει στη ρίζα και όχι στο επίθημα τού τ. (πρβλ. ἅψος, μύσος, ὕψος, τ. με επίθημα -σος). Τέλος, παράλληλα προς το ουδ. φάρσος απαντά και ένας ρηματ. τ. αορ. φάρσαι (για το ζεύγος αυτό πρβλ. ἅψος: απρμφ. αορ. ἅψαι τού ρ. ἅπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φάρσος — any piece cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσει — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρσεϊ , φάρσος any piece cut off neut dat sg (epic ionic) φάρσος any piece cut off neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρση — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρσέων — φάρσος any piece cut off neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσεα — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσεος — φάρσος any piece cut off neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρσους — φάρσος any piece cut off neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • φαρσίον — τὸ, ΜΑ [φάρσος] υποκορ. τ. τού φάρσος …   Dictionary of Greek

  • ξώφαρσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος. επίρρ... ξώφαρσα επιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”